υπόσχομαι — Ν (διαλ. τ.) υπόσχομαι. ὑπόσχομαι ΝΜ βεβαίνω ότι θα κάνω κάτι, αναλαμβάνω την υποχρέωση να κάνω κάτι, δίνω υπόσχεση, τάζω (α. «υποσχέθηκε να μέ βοηθήσει» β. «ύπίσχετο ἀνδρὶ ἑκάστω», Ηρόδ. γ. «ὅσσα τοι... ὑπέσχετο δῶρα», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. 1. παρέχω … Dictionary of Greek
υπόσχομαι — υποσχέθηκα, υποσχεμένος 1. διαβεβαιώνω ότι θα πράξω κάτι, δίνω υπόσχεση, τάζω: Υποσχέθηκα στο παιδί να του πάω δώρο. 2. δίνω ελπίδες, κάνω κάποιον να ελπίσει: Ο νέος αυτός ζωγράφος υπόσχεται λαμπρό μέλλον … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απειλώ — (I) ἀπειλῶ ( έω) (Α) 1. κρατώ μακριά, απομακρύνω βίαια 2. ξετυλίγω, ξεδιπλώνω 3. παθ. α) πέφτω σε στενοχώρια β) συνωθούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο)* + ειλέω (Ι) «συγκεντρώνω, πιέζω»]. (II) (AM ἀπειλῶ, έω) εκφοβίζω, φοβερίζω νεοελλ. παθ. επίκειμαι ως… … Dictionary of Greek
επαγγέλλω — (AM ἐπαγγέλλω) [αγγέλλω] 1. μέσ. υπόσχομαι κάτι χωρίς να μού τό ζητήσουν, προσφέρω («καί σφι προσελθοῡσι ἐπηγγείλατο καταγωγήν καὶ ξείνια», Ηρόδ.) 2. μέσ. καταγίνομαι, ασχολούμαι με κάτι, ασκώ βιοποριστικό επάγγελμα (α. «επαγγέλλεται τον γιατρό»… … Dictionary of Greek
επαρώμαι — ἐπαρῶμαι, άομαι (Α) 1. επικαλούμαι την οργή τών θεών εναντίον κάποιου, προφέρω κατάρες, καταριέμαι («Πέρσησι δὲ πολλὰ ἐπαρησάμενος», Ηρόδ.) 2. υπόσχομαι επίσημα, ορκίζομαι («σπονδὰς καθεῑναι κἀπαράσασθαι τάδε», Ευρ.) 3. υπόσχομαι επί πλέον.… … Dictionary of Greek
καθυπισχνούμαι — καθυπισχνοῡμαι, έομαι (AM) (επιτατ. τού υπισχνούμαι) 1. υπόσχομαι («τοὺς δικαστὰς τοῑς ἀνοήτοις καθυπισχνούμενος», Λουκιαν.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «καθυπισχνεῑτο ὡμολογεῑτο». [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὑπ ισχνοῡμαι «υπόσχομαι»] … Dictionary of Greek
καθυπόσχομαι — (Μ) (επιτατ. τού υπόσχομαι) διαβεβαιώνω, υπόσχομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὑπό σχομαι] … Dictionary of Greek
καταινώ — καταινῶ, έω (Α) 1. συμφωνώ, επιδοκιμάζω 2. συμφωνώ με κάποιον όρο 3. αποδέχομαι, υπόσχομαι, ομολογώ 4. υπόσχομαι 5. αρραβωνιάζω θυγατέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αἰνῶ «συγκατατίθεμαι» (< αἶνος)] … Dictionary of Greek
καταφατίζω — (Α) δηλώνω, υπόσχομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + φατίζω «δηλώνω, υπόσχομαι»] … Dictionary of Greek
λόγια — τα (Μ λόγια) 1. λέξεις ή φράσεις, κουβέντες, λόγοι 2. φρ. α) «με δυο λόγια» ή «με λίγα λόγια» κοντολογίς β) «χάνω τα λόγια μου» μάταια προσπαθώ να πείσω νεοελλ. φρ. α) «κακά λόγια» αισχρολογίες, βωμολοχίες β) «καλά λόγια» επαινετικοί λόγοι γ)… … Dictionary of Greek